αντιλαϊκός

αντιλαϊκός
-ή, -ό
1. ο στρεφόμενος εναντίον του λαού ή των συμφερόντων του λαού
2. δυσάρεστος στον λαό, αντιδημοτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντί + λαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιλαϊκός — ή, ό ο εναντίον του λαού: Τα κυβερνητικά οικονομικά μέτρα από μερικούς κρίνονται αντιλαϊκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιδημοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι δημοφιλής, αντιλαϊκός: Οι τελευταίες φορολογίες που επιβλήθηκαν έκαναν αντιδημοτική την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”